Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακλυστήριον
διακναίω
διακνημόομαι
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακοιρανέοντα
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολλητικός
διακολουθέω
View word page
διακοιλαίνω
διακοιλαίνω,
A). hollow out, Sch. Od. 4.438 .


ShortDef

hollow out

Debugging

Headword:
διακοιλαίνω
Headword (normalized):
διακοιλαίνω
Headword (normalized/stripped):
διακοιλαινω
IDX:
24970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακοιλαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hollow out,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:4:438" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:4.438/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 4.438 </a>.</div> </div><br><br>'}