Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακλήρωσις
διακλιμακίζω
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακλυστήριον
διακναίω
διακνημόομαι
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακοιρανέοντα
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
View word page
διακνημόομαι
διακνημόομαι,
A). = διακναίω , in aor. 1 διεκνημώσατο, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακνημόομαι
Headword (normalized):
διακνημόομαι
Headword (normalized/stripped):
διακνημοομαι
IDX:
24968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24969
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακνημόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διακναίω</span> , in aor. 1 <span class="foreign greek">διεκνημώσατο,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}