Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλιμακίζω
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακλυστήριον
διακναίω
διακνημόομαι
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακοιρανέοντα
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
View word page
διακλυστήριον
δια-κλυστήριον, τό,
A). = ψυκτήρ , Suid. s.v. κύλιξ ῥοπαλωτή.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακλυστήριον
Headword (normalized):
διακλυστήριον
Headword (normalized/stripped):
διακλυστηριον
IDX:
24966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-κλυστήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ψυκτήρ</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κύλιξ ῥοπαλωτή.</span> </div> </div><br><br>'}