Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλιμακίζω
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακλυστήριον
διακναίω
διακνημόομαι
διακνίζω
View word page
διακλιμακίζω
διακλῑμᾰκίζω, strengthd. for κλιμακίζω, Pl.Com. 124 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακλιμακίζω
Headword (normalized):
διακλιμακίζω
Headword (normalized/stripped):
διακλιμακιζω
IDX:
24959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακλῑμᾰκίζω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">κλιμακίζω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0497.tlg001:124" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0497.tlg001:124/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.Com.</span> 124 </a>.</div><br><br>'}