Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακίνημα
διακίνησις
διάκινον
διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλιμακίζω
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακλυστήριον
View word page
διακληρονομέω
διακληρονομέω,
A). disperse, Longin. 12.4 ( Pass.).


ShortDef

disperse

Debugging

Headword:
διακληρονομέω
Headword (normalized):
διακληρονομέω
Headword (normalized/stripped):
διακληρονομεω
IDX:
24956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24957
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακληρονομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disperse,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 12.4 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}