Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακιγκλίζω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
διακίνησις
διάκινον
διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
View word page
διάκινον
διάκινον· δυσκίνητον (Cret.), Hsch.; cf. διακόνιν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάκινον
Headword (normalized):
διάκινον
Headword (normalized/stripped):
διακινον
IDX:
24948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24949
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάκινον·</span> <span class="foreign greek">δυσκίνητον</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">διακόνιν.</span> </div><br><br>'}