Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεφαλαιῶσαι
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακιγκλίζω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
View word page
διακεχυμένως
διακεχῠμένως
, Adv.,(
διαχέω
)
A).
immoderately,
δ. γελᾶν
Suid.
s.v.
ἀπασκαρίζειν.
ShortDef
immoderately
Debugging
Headword:
διακεχυμένως
Headword (normalized):
διακεχυμένως
Headword (normalized/stripped):
διακεχυμενως
IDX:
24936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24937
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακεχῠμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">διαχέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">immoderately,</span> <span class="quote greek">δ. γελᾶν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀπασκαρίζειν.</span> </div> </div><br><br>'}