Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεφαλαιῶσαι
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
View word page
διακέομαι
διᾰκέομαι,
A). repair, IG 11.154A10 , 199 A 69 , 103 (Delos, iii B.C.).


ShortDef

repair

Debugging

Headword:
διακέομαι
Headword (normalized):
διακέομαι
Headword (normalized/stripped):
διακεομαι
IDX:
24931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24932
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰκέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">repair,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 11.154A10 </span>,<span class="bibl"> 199 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">A</span> 69 </span>,<span class="bibl"> 103 </span> (Delos, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}