Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακελεύομαι
διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεφαλαιῶσαι
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
View word page
διακένωσις
διακέν-ωσις, εως, ,
A). emptying out, Hsch. s.v. διελάφυξας.


ShortDef

emptying out

Debugging

Headword:
διακένωσις
Headword (normalized):
διακένωσις
Headword (normalized/stripped):
διακενωσις
IDX:
24930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24931
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακέν-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">emptying out,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">διελάφυξας.</span> </div> </div><br><br>'}