Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακάτιοι
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
View word page
διάκαυμα
διάκαυμα, ατος, τό,
A). burning heat, f.l. in AP 6.291 .


ShortDef

burning heat

Debugging

Headword:
διάκαυμα
Headword (normalized):
διάκαυμα
Headword (normalized/stripped):
διακαυμα
IDX:
24910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24911
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάκαυμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burning heat,</span> f.l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.291 </span>.</div> </div><br><br>'}