Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακάτιοι
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
View word page
διακάτοχος
διακάτ-οχος, ον,
A). holding, possessing, Gloss., = Lat. bonorum possessor, PSI 3.183 (v A.D.), etc.


ShortDef

holding, possessing

Debugging

Headword:
διακάτοχος
Headword (normalized):
διακάτοχος
Headword (normalized/stripped):
διακατοχος
IDX:
24908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακάτ-οχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">holding, possessing, Gloss.,</span> = Lat. <span class="tr" style="font-weight: bold;">bonorum possessor</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 3.183 </span> (v A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}