Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακάτιοι
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
View word page
διακάτιοι
διακάτιοι, αι, α,
A). = διακόσιοι , IG 5(2).159 (Tegea), 22.1126.29 (Lex Amphictyonum), etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακάτιοι
Headword (normalized):
διακάτιοι
Headword (normalized/stripped):
διακατιοι
IDX:
24906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24907
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακάτιοι</span>, <span class="itype greek">αι</span>, <span class="itype greek">α</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διακόσιοι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(2).159 </span> (Tegea), <span class="bibl"> 22.1126.29 </span> (Lex Amphictyonum), etc.</div> </div><br><br>'}