Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακάτιοι
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
View word page
διακατελέγχομαι
διακατελέγχομαι, Med.,
A). confute thoroughly, τισί Act.Ap. 18.28 .


ShortDef

to confute thoroughly

Debugging

Headword:
διακατελέγχομαι
Headword (normalized):
διακατελέγχομαι
Headword (normalized/stripped):
διακατελεγχομαι
IDX:
24904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24905
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακατελέγχομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confute thoroughly,</span> <span class="quote greek">τισί</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg005.perseus-grc1:18:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg005.perseus-grc1:18.28/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Act.Ap.</span> 18.28 </a> .</div> </div><br><br>'}