Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακάτιοι
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
View word page
διακαρτέρησις
διακαρτέρ-ησις
,
εως
,
ἡ
,
A).
endurance, perseverance,
Marin.
Procl.
26
(pl.).
ShortDef
endurance, perseverance
Debugging
Headword:
διακαρτέρησις
Headword (normalized):
διακαρτέρησις
Headword (normalized/stripped):
διακαρτερησις
IDX:
24903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24904
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακαρτέρ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">endurance, perseverance,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Marin.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Procl.</span> 26 </span>(pl.).</div> </div><br><br>'}