Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακάτιοι
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
View word page
διακάρδιος
διακάρδιος, ον,
A). heart-piercing, ὀδύνη J. AJ 19.8.2 .


ShortDef

heart-piercing

Debugging

Headword:
διακάρδιος
Headword (normalized):
διακάρδιος
Headword (normalized/stripped):
διακαρδιος
IDX:
24901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24902
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακάρδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">heart-piercing,</span> <span class="quote greek">ὀδύνη</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:19:8:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:19:8:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 19.8.2 </a> .</div> </div><br><br>'}