Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακάτιοι
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
View word page
διακαπηλεύω
διακᾰπηλεύω,
A). sell by retail, ὅτι τύχοιεν ἕκαστος D.Chr. 8.9 .


ShortDef

sell by retail

Debugging

Headword:
διακαπηλεύω
Headword (normalized):
διακαπηλεύω
Headword (normalized/stripped):
διακαπηλευω
IDX:
24899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24900
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακᾰπηλεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sell by retail,</span> <span class="quote greek">ὅτι τύχοιεν ἕκαστος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0612.tlg001:8:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0612.tlg001:8.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.Chr.</span> 8.9 </a> .</div> </div><br><br>'}