Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακαίω
διακαλαμάσαρκες
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακάτιοι
διακατοχή
View word page
διάκαμψις
διάκαμψις
,
εως
,
ἡ
,
A).
bending,
of the body, in exercise,
Archig.
ap.
Aët.
12.1
.
ShortDef
bending
Debugging
Headword:
διάκαμψις
Headword (normalized):
διάκαμψις
Headword (normalized/stripped):
διακαμψις
IDX:
24897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24898
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάκαμψις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bending,</span> of the body, in exercise, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archig.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg012:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg012:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 12.1 </a>.</div> </div><br><br>'}