Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλαμάσαρκες
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
View word page
διακαλοκαγαθίζομαι
διακᾰλοκᾱγᾰθίζομαι
,(
καλοκἀγαθία
)
A).
vie with another in virtue,
τινί
Diog.
ap.
Stob.
3.4.111
.
ShortDef
vie with another in virtue
Debugging
Headword:
διακαλοκαγαθίζομαι
Headword (normalized):
διακαλοκαγαθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διακαλοκαγαθιζομαι
IDX:
24893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24894
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακᾰλοκᾱγᾰθίζομαι</span>,(<span class="etym greek">καλοκἀγαθία</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vie with another in virtue,</span> <span class="quote greek">τινί</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diog.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 3.4.111 </span>.</div> </div><br><br>'}