Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλαμάσαρκες
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
View word page
διακαλλωπίζω
διακαλλωπίζω
,
A).
adorn,
Hsch.
s.v.
πρῷρα
( Pass.).
ShortDef
adorn
Debugging
Headword:
διακαλλωπίζω
Headword (normalized):
διακαλλωπίζω
Headword (normalized/stripped):
διακαλλωπιζω
IDX:
24892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24893
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακαλλωπίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">adorn,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">πρῷρα</span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}