Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλαμάσαρκες
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
View word page
διακαλίνδω
διακᾰλ-ίνδω, aor. διεκάλῑσα,
A). transport by means of rollers, ξύλα prob. in SIG 2587.158 .


ShortDef

transport by means of rollers

Debugging

Headword:
διακαλίνδω
Headword (normalized):
διακαλίνδω
Headword (normalized/stripped):
διακαλινδω
IDX:
24890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακᾰλ-ίνδω</span>, aor. <span class="foreign greek">διεκάλῑσα,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transport by means of rollers,</span> <span class="foreign greek">ξύλα</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 2587.158 </span>.</div> </div><br><br>'}