Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλαμάσαρκες
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
View word page
διακαλέομαι
διακᾰλέομαι,
A). urge on from all quarters, κυνορτικὸν σύριγμα δ. by means of .., S. Ichn. 167 .


ShortDef

urge on from all quarters

Debugging

Headword:
διακαλέομαι
Headword (normalized):
διακαλέομαι
Headword (normalized/stripped):
διακαλεομαι
IDX:
24889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24890
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακᾰλέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">urge on from all quarters,</span> <span class="foreign greek">κυνορτικὸν σύριγμα δ.</span> by means of .., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ichn.</span> 167 </span>.</div> </div><br><br>'}