Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλαμάσαρκες
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
View word page
διακαλαμάσαρκες
διακᾰλᾰμάσαρκες
, epith. of
ἔριφοι,
Lex.Rhod. ap.
Hsch.
(expld. as feeding on
καλάμη σπερμάτων
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διακαλαμάσαρκες
Headword (normalized):
διακαλαμάσαρκες
Headword (normalized/stripped):
διακαλαμασαρκες
IDX:
24888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24889
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακᾰλᾰμάσαρκες</span>, epith. of <span class="foreign greek">ἔριφοι,</span> Lex.Rhod. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span>(expld. as feeding on <span class="foreign greek">καλάμη σπερμάτων</span>).</div><br><br>'}