Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλαμάσαρκες
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
View word page
διακαίνω
διακαίνω·
A). interneco, Gloss.


ShortDef

interneco

Debugging

Headword:
διακαίνω
Headword (normalized):
διακαίνω
Headword (normalized/stripped):
διακαινω
IDX:
24886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακαίνω·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">interneco,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}