Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλαμάσαρκες
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
View word page
διακαινίζομαι
διακαινίζομαι, Med.,
A). surrender, hand over, τὰ ἱερὰ τοῖς βαρβάροις PMasp. 4.9 (vi A.D.).


ShortDef

surrender, hand over

Debugging

Headword:
διακαινίζομαι
Headword (normalized):
διακαινίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διακαινιζομαι
IDX:
24885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακαινίζομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">surrender, hand over,</span> <span class="quote greek">τὰ ἱερὰ τοῖς βαρβάροις</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 4.9 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}