Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαιτητός
διαιτός
διαιτοχορηγία
δίαιτρον
διαίτωμα
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλαμάσαρκες
View word page
διακαθαρίζω
διακᾰθ-ᾰρίζω, = foreg., Ev.Matt. 3.12 (s.v.l.).


ShortDef

cleanse, purge thoroughly

Debugging

Headword:
διακαθαρίζω
Headword (normalized):
διακαθαρίζω
Headword (normalized/stripped):
διακαθαριζω
IDX:
24878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακᾰθ-ᾰρίζω</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg001.perseus-grc1:3:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg001.perseus-grc1:3.12/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ev.Matt.</span> 3.12 </a> (s.v.l.).</div><br><br>'}