Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτητός
διαιτός
διαιτοχορηγία
δίαιτρον
διαίτωμα
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
View word page
διαίτωμα
διαίτωμα, ατος, τό,
A). = δίαιτα 111 , BCH 25.350 (Delph., ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαίτωμα
Headword (normalized):
διαίτωμα
Headword (normalized/stripped):
διαιτωμα
IDX:
24872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαίτωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δίαιτα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:111" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:111/canonical-url/"> 111 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 25.350 </span> (Delph., ii B.C.).</div> </div><br><br>'}