Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτητός
διαιτός
διαιτοχορηγία
δίαιτρον
διαίτωμα
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
View word page
δίαιτρον
δίαιτρον· δίοπτρον διαφανές, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίαιτρον
Headword (normalized):
δίαιτρον
Headword (normalized/stripped):
διαιτρον
IDX:
24871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24872
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίαιτρον·</span> <span class="foreign greek">δίοπτρον διαφανές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}