Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτητός
διαιτός
διαιτοχορηγία
δίαιτρον
διαίτωμα
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
View word page
διαιτοχορηγία
διαιτοχορηγία, ,
A). maintenance, PMasp. 151.185 (vi A.D.).


ShortDef

maintenance

Debugging

Headword:
διαιτοχορηγία
Headword (normalized):
διαιτοχορηγία
Headword (normalized/stripped):
διαιτοχορηγια
IDX:
24870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαιτοχορηγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">maintenance,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 151.185 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}