Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτητός
διαιτός
διαιτοχορηγία
δίαιτρον
διαίτωμα
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
View word page
διαιτός
διαιτός· κριτής, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαιτός
Headword (normalized):
διαιτός
Headword (normalized/stripped):
διαιτος
IDX:
24869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24870
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαιτός·</span> <span class="foreign greek">κριτής,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}