Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτητός
διαιτός
διαιτοχορηγία
δίαιτρον
διαίτωμα
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
View word page
διαιτητός
δῐαιτ-ητός·
ὁ μὴ κατὰ κλῆρον δικαστής,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαιτητός
Headword (normalized):
διαιτητός
Headword (normalized/stripped):
διαιτητος
IDX:
24868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24869
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐαιτ-ητός·</span> <span class="foreign greek">ὁ μὴ κατὰ κλῆρον δικαστής,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}