διαιτητής
δῐαιτ-ητής, οῦ, ὁ,
A). arbitrator, umpire, , 5.95 Lg. 956c , etc.; τῆς γὰρ δίκης .. γίγνεταί μοι δ. Στράτων ; 21.83 δ. ὁ μέσος Pol. 1297a6 ; esp. at Athens, Ath. 53 , etc.
II). in later Law, = judex pedaneus, , etc. 4.20.15