Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαϊστόω
διαισχύνομαι
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτητός
διαιτός
διαιτοχορηγία
δίαιτρον
διαίτωμα
διαιωνίζω
View word page
διαίτησις
δῐαίτ-ησις, εως, ,
A). way of life, PLips. 64.58 (iv A.D.).


ShortDef

way of life

Debugging

Headword:
διαίτησις
Headword (normalized):
διαίτησις
Headword (normalized/stripped):
διαιτησις
IDX:
24863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24864
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐαίτ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">way of life,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLips.</span> 64.58 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}