Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαΐσσω
διαϊστόω
διαισχύνομαι
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτητός
διαιτός
διαιτοχορηγία
δίαιτρον
διαίτωμα
View word page
διαιτήσιμος
δῐαιτ-ήσιμος, ον,
A). belonging to a διαιτητής, Is. Fr. 153 .


ShortDef

belonging to a διαιτητής

Debugging

Headword:
διαιτήσιμος
Headword (normalized):
διαιτήσιμος
Headword (normalized/stripped):
διαιτησιμος
IDX:
24862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐαιτ-ήσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">belonging to a</span> <span class="foreign greek">διαιτητής,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0017.tlg013:153" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0017.tlg013:153/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Is.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 153 </a>.</div> </div><br><br>'}