Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
διαισχύνομαι
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτητός
διαιτός
View word page
διαιτέω
διαιτέω,
A). turn by entreaty, LXX Ju. 8.16 ( Pass.).


ShortDef

turn by entreaty

Debugging

Headword:
διαιτέω
Headword (normalized):
διαιτέω
Headword (normalized/stripped):
διαιτεω
IDX:
24859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαιτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">turn by entreaty,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg020:8:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg020:8.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ju.</span> 8.16 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}