Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
διαισχύνομαι
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
View word page
διαιτάρχης
δῐαιτ-άρχης, ου, , = foreg., Dig. l.c., Gloss.
2). ship's steward, Dig. 4.9.1.3 .


ShortDef

ship's steward

Debugging

Headword:
διαιτάρχης
Headword (normalized):
διαιτάρχης
Headword (normalized/stripped):
διαιταρχης
IDX:
24857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐαιτ-άρχης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Dig.</span> l.c., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-3"> <span><strong>2).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ship\'s steward,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dig.</span> 4.9.1.3 </span>.</div> </div><br><br>'}