Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἱμόρροος
αἱμορροώδης
αἱμορρυής
αἱμόρρυσις
αἱμόρρυτος
αἱμορυγχιάω
αἱμός
αἱμοσάτης
αἱμοσταγής
αἱμόστασις
αἱμοσταφίς
αἱμοφανής
αἱμοφόβος
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
αἱμοχαρής
αἱμοχροώδης
αἱμόω
αἱμυλία
αἱμύλιος
αἱμυλομήτης
View word page
αἱμοσταφίς
αἱμο-σταφίς, ίδος, ,
A). = ῥοδοδάφνη , Dsc. 4.81 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἱμοσταφίς
Headword (normalized):
αἱμοσταφίς
Headword (normalized/stripped):
αιμοσταφις
IDX:
2484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἱμο-σταφίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ῥοδοδάφνη</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.81 </span>.</div> </div><br><br>'}