Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρετήρ
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
View word page
διαιρετήρ
διαιρ-ετήρ, ῆρος, ,
A). = δατητής , EM 249.46 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαιρετήρ
Headword (normalized):
διαιρετήρ
Headword (normalized/stripped):
διαιρετηρ
IDX:
24842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24843
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαιρ-ετήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δατητής</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:249:46" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:249.46/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 249.46 </a>.</div> </div><br><br>'}