Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαί
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρετήρ
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
View word page
διαιρέσιμος
διαιρ-έσιμος, ον,
A). divisible, Gloss.


ShortDef

divisible

Debugging

Headword:
διαιρέσιμος
Headword (normalized):
διαιρέσιμος
Headword (normalized/stripped):
διαιρεσιμος
IDX:
24839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαιρ-έσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">divisible,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}