Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαθωκέω
διαί
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρετήρ
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
View word page
διαιολάω
διαιολάω,
A). cajole, deceive, Hsch.


ShortDef

cajole, deceive

Debugging

Headword:
διαιολάω
Headword (normalized):
διαιολάω
Headword (normalized/stripped):
διαιολαω
IDX:
24838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24839
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαιολάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cajole, deceive,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}