Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαθριαμβεύω
διαθρίζω
διαθροέω
διαθροίζω
διαθρυλέω
διαθρυμματίς
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διάθυρα
διαθωκέω
διαί
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
διαιολάω
διαιρέσιμος
View word page
διαί
διαί, διαιβολία,
A). v. διά, διαβολία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαί
Headword (normalized):
διαί
Headword (normalized/stripped):
διαι
IDX:
24829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαί</span>, <span class="orth greek">διαιβολία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διά, διαβολία.</span> </div> </div><br><br>'}