Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αἱμορροϊκός
αἱμορροΐς
αἱμόρροος
αἱμορροώδης
αἱμορρυής
αἱμόρρυσις
αἱμόρρυτος
αἱμορυγχιάω
αἱμός
αἱμοσάτης
αἱμοσταγής
αἱμόστασις
αἱμοσταφίς
αἱμοφανής
αἱμοφόβος
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
αἱμοχαρής
αἱμοχροώδης
αἱμόω
αἱμυλία
View word page
αἱμοσταγής
αἱμο-στᾰγής
,
ές
,
A).
=
αἱματοσταγής
,
E.
Fr.
384
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αἱμοσταγής
Headword (normalized):
αἱμοσταγής
Headword (normalized/stripped):
αιμοσταγης
IDX:
2482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2483
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἱμο-στᾰγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">αἱματοσταγής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 384 </span>.</div> </div><br><br>'}