Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάθρησις
διαθριαμβεύω
διαθρίζω
διαθροέω
διαθροίζω
διαθρυλέω
διαθρυμματίς
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διάθυρα
διαθωκέω
διαί
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
διαιολάω
View word page
διαθωκέω
διαθωκέω, pf. Pass. διατεθώκηται:—
A). separate, Hsch.


ShortDef

separate

Debugging

Headword:
διαθωκέω
Headword (normalized):
διαθωκέω
Headword (normalized/stripped):
διαθωκεω
IDX:
24828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24829
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαθωκέω</span>, pf. Pass. <span class="foreign greek">διατεθώκηται</span>:—<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">separate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}