διαθρυλέω
διαθρῡλέω,
A). spread abroad, mostly in pf. and plpf. Pass., to be commonly reported, διετεθρύλητο ὡς .. Mem. 1.1.2 ; to be hackneyed, of a quotation, Cim. 15 .
II). Pass., to be talked deaf, διαθρυλουμένους ὑπό σου Mem. 1.2.37 ; διατεθρύλημαι ἀκούων Ly. 205b ; διατεθρυλημένος τὰ ὦτα R. 358c .