Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαθολόω
διάθονται
διαθορυβέω
διάθραυστος
διαθραύω
διαθρέω
διάθρησις
διαθριαμβεύω
διαθρίζω
διαθροέω
διαθροίζω
διαθρυλέω
διαθρυμματίς
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διάθυρα
διαθωκέω
διαί
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
View word page
διαθροίζω
διαθροίζω,
A). collect, Gal. 12.185 .


ShortDef

collect

Debugging

Headword:
διαθροίζω
Headword (normalized):
διαθροίζω
Headword (normalized/stripped):
διαθροιζω
IDX:
24822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24823
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαθροίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">collect,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.185 </span>.</div> </div><br><br>'}