Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαθλεύω
διαθλητέον
διαθγίβω
διαθολόω
διάθονται
διαθορυβέω
διάθραυστος
διαθραύω
διαθρέω
διάθρησις
διαθριαμβεύω
διαθρίζω
διαθροέω
διαθροίζω
διαθρυλέω
διαθρυμματίς
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διάθυρα
διαθωκέω
διαί
View word page
διαθριαμβεύω
διαθρῐαμβεύω, strengthd. for
A). θριαμβεύω, θρίαμβον App. Pun. 135 .


ShortDef

celebrate with a triumphal procession

Debugging

Headword:
διαθριαμβεύω
Headword (normalized):
διαθριαμβεύω
Headword (normalized/stripped):
διαθριαμβευω
IDX:
24819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24820
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαθρῐαμβεύω</span>, strengthd. for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">θριαμβεύω, θρίαμβον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg009.perseus-grc1:135" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg009.perseus-grc1:135/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">App.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pun.</span> 135 </a> .</div> </div><br><br>'}