Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αἱμορροϊδοκαύστης
αἱμορροϊκός
αἱμορροΐς
αἱμόρροος
αἱμορροώδης
αἱμορρυής
αἱμόρρυσις
αἱμόρρυτος
αἱμορυγχιάω
αἱμός
αἱμοσάτης
αἱμοσταγής
αἱμόστασις
αἱμοσταφίς
αἱμοφανής
αἱμοφόβος
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
αἱμοχαρής
αἱμοχροώδης
αἱμόω
View word page
αἱμοσάτης
αἱμο-σάτης
,
ὁ
, a Samian earth used in burnishing gold, interp. in
Dsc.
5.154
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αἱμοσάτης
Headword (normalized):
αἱμοσάτης
Headword (normalized/stripped):
αιμοσατης
IDX:
2481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2482
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἱμο-σάτης</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a Samian earth used in burnishing gold, interp. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.154 </span>.</div><br><br>'}