Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαθηκογράφος
διαθηλύνω
διάθημα
διαθηράω
διαθηριόω
διαθιγή
διαθλάω
διαθλεύω
διαθλητέον
διαθγίβω
διαθολόω
διάθονται
διαθορυβέω
διάθραυστος
διαθραύω
διαθρέω
διάθρησις
διαθριαμβεύω
διαθρίζω
διαθροέω
διαθροίζω
View word page
διαθολόω
διαθολόω,
A). darken, ἡ σκιὰ τῆς γῆς δ. τὸ φέγγος Plu. Daed. 4 :— Pass., τῆς θαλάσσης διαθολωθείσης Id. 2.978b .


ShortDef

darken

Debugging

Headword:
διαθολόω
Headword (normalized):
διαθολόω
Headword (normalized/stripped):
διαθολοω
IDX:
24812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24813
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαθολόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">darken,</span> <span class="quote greek">ἡ σκιὰ τῆς γῆς δ. τὸ φέγγος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Daed.</span> 4 </span> :— Pass., <span class="quote greek">τῆς θαλάσσης διαθολωθείσης</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.978b </span> .</div> </div><br><br>'}