Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
διαθεωρέω
διαθηγή
διαθήκη
διαθηκημιαῖος
διαθηκογράφος
διαθηλύνω
διάθημα
διαθηράω
διαθηριόω
διαθιγή
διαθλάω
διαθλεύω
διαθλητέον
διαθγίβω
διαθολόω
View word page
διαθηκογράφος
διαθηκογράφος [γρᾰ], ον,
A). notary who drafts wills, Gloss.


ShortDef

notary who drafts wills

Debugging

Headword:
διαθηκογράφος
Headword (normalized):
διαθηκογράφος
Headword (normalized/stripped):
διαθηκογραφος
IDX:
24802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24803
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαθηκογράφος</span> <span class="pron greek">[γρᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">notary who drafts wills,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}