Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
διαθεωρέω
διαθηγή
διαθήκη
διαθηκημιαῖος
διαθηκογράφος
διαθηλύνω
διάθημα
διαθηράω
διαθηριόω
διαθιγή
διαθλάω
διαθλεύω
διαθλητέον
διαθγίβω
View word page
διαθηκημιαῖος
δια-θηκημιαῖος, α,
A). testamentary, Sammelb. 5294 (iii A.D.):—also δια-θηκιμαῖος, PMasp. 15.1.9 ,al. (vi A.D.).


ShortDef

testamentary

Debugging

Headword:
διαθηκημιαῖος
Headword (normalized):
διαθηκημιαῖος
Headword (normalized/stripped):
διαθηκημιαιος
IDX:
24801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24802
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-θηκημιαῖος</span>, <span class="itype greek">α,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">testamentary,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 5294 </span> (iii A.D.):—also <span class="orth greek">δια-θηκιμαῖος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 15.1.9 </span>,al. (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}