Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
διαθεωρέω
διαθηγή
διαθήκη
διαθηκημιαῖος
διαθηκογράφος
διαθηλύνω
διάθημα
διαθηράω
διαθηριόω
View word page
διαθετικός
διαθετ-ικός, , όν,
A). affecting, πάθος δ. ψυχῆς Anon.Lond. 2.14 .


ShortDef

affecting

Debugging

Headword:
διαθετικός
Headword (normalized):
διαθετικός
Headword (normalized/stripped):
διαθετικος
IDX:
24796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24797
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαθετ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">affecting,</span> <span class="quote greek">πάθος δ. ψυχῆς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0643.tlg001:2:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0643.tlg001:2.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.Lond.</span> 2.14 </a> .</div> </div><br><br>'}